- ἰσχνοφωνία
- ἰσχνοφωνίᾱ , ἰσχνοφωνίαhesitancy of speechfem nom/voc/acc dualἰσχνοφωνίᾱ , ἰσχνοφωνίαhesitancy of speechfem nom/voc sg (attic doric aeolic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ισχνοφωνία — η (Α ἰσχνοφωνία και ιων. τ. ίσχνοφωνίη) [ισχνόφωνος] 1. άτονη, λεπτή, σιγανή φωνή 2. αδυναμία στην έκφραση … Dictionary of Greek
ἰσχνοφωνίας — ἰσχνοφωνίᾱς , ἰσχνοφωνία hesitancy of speech fem acc pl ἰσχνοφωνίᾱς , ἰσχνοφωνία hesitancy of speech fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνοφωνίαν — ἰσχνοφωνίᾱν , ἰσχνοφωνία hesitancy of speech fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰσχνοφωνίην — ἰσχνοφωνία hesitancy of speech fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)